- ἀκαιρεύομαι
- ἀ-καιρεύομαι, zu unrechter Zeit sprechen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ακαιρεύομαι — ἀκαιρεύομαι (Α) [ἄκαιρος] η συμπεριφορά μου είναι άκαιρη … Dictionary of Greek
ἀκαιρευόμενοι — ἀκαιρεύομαι behave unseasonably pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρευόμενος — ἀκαιρεύομαι behave unseasonably pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκαιρος — η, ο (Α ἄκαιρος, ον) αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος νεοελλ. 1. πρόωρος 2. άγουρος 3. αδικαιολόγητος, παράλογος αρχ. 1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει 2. ο… … Dictionary of Greek